- αντιπατώ
- (-άω κ. -έω) (AM ἀντιπατῶ, -άω) πατάω κι εγώ αυτόν που με πάτησεμσν.- νεοελλ.1. πατώ στερεά2. περπατώ καμαρωτά3. πατώνεοελλ.1. πατώ δυνατά με εναλλαγή των ποδιών (κυρίως στο πάτημα των σταφυλιών)2. αντιστέκομαι.
Dictionary of Greek. 2013.